- ενάνθημα
- το мед. энантема
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάνθημα — το ιατρ. εσωτερικό εξάνθημα πάνω στους βλεννογόνους φυσικών κοιλοτήτων τού σώματος (στόμα, φάρυγγας, ρινικές κοιλότητες), χαρακτηριστικό ορισμένων παθήσεων («ενάνθημα οστρακώδες») … Dictionary of Greek